συνέφηβοι

συνέφηβοι
συνέφηβος
fellow
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνέφηβος — ὁ, Α 1. έφηβος μαζί με άλλον έφηβο 2. (στη Σπάρτη) μέλος τής ίδιας αγέλης εφήβων 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Συνέφηβοι τίτλος κωμωδιών τού Μενάνδρου και άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔφηβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”